Ο καρκίνος του πνεύμονα παραμένει μία από τις κυριότερες αιτίες θανάτου από κακοήθειες παγκοσμίως, με περισσότερους από 1,8 εκατομμύρια θανάτους ετησίως, σύμφωνα με δεδομένα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (2022). Πρόκειται κυρίως για μη μικροκυτταρικούς καρκίνους του πνεύμονα (NSCLC), οι οποίοι αντιστοιχούν στο ~85% των περιπτώσεων, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό αφορά μικροκυτταρικούς καρκίνους (SCLC), με ταχύτερη εξέλιξη και φτωχότερη πρόγνωση.
Αιτιολογικά, το κάπνισμα αποτελεί τον ισχυρότερο αιτιοπαθογενετικό παράγοντα, συνδεόμενο με περίπου το 85-90% των περιπτώσεων. Η καύση καπνού απελευθερώνει καρκινογόνες ουσίες όπως βενζοπυρένια, νιτροζαμίνες και φορμαλδεΰδη, οι οποίες οδηγούν σε σωρευτικές γενετικές και επιγενετικές αλλοιώσεις των πνευμονικών κυττάρων. Άλλοι παράγοντες περιλαμβάνουν την έκθεση σε αμίαντο, ραδόνιο, βαριά μέταλλα και μικροσωματίδια PM2.5, καθώς και γενετική προδιάθεση.
Κλινικά, η νόσος είναι συχνά ασυμπτωματική σε πρώιμα στάδια, γεγονός που καθιστά την έγκαιρη διάγνωση ιδιαίτερα δύσκολη. Η πρόγνωση εξαρτάται άμεσα από το στάδιο διάγνωσης: ενώ η πενταετής επιβίωση αγγίζει το 60-70% για στάδιο Ι, υποχωρεί σε ποσοστά <10% για στάδιο IV.
Η αξονική τομογραφία χαμηλής δόσης (Low-Dose Computed Tomography, LDCT) έχει πλέον αναγνωριστεί ως η βέλτιστη μέθοδος προσυμπτωματικού ελέγχου (screening) για άτομα υψηλού κινδύνου, κυρίως καπνιστές ≥55 ετών με ≥30 pack-years εφόσον είναι ενεργοί καπνιστές ή είχαν διακόψει το κάπνισμα τα προηγούμενα 15 χρόνια. Η μελέτη NLST (2011) κατέδειξε μείωση της θνησιμότητας από καρκίνο του πνεύμονα κατά 20% με τη χρήση LDCT έναντι της απλής ακτινογραφίας θώρακος. Αντίστοιχα, η μελέτη NELSON (2018) στην Ευρώπη επιβεβαίωσε τη διαγνωστική αξία της μεθόδου, αναδεικνύοντας μείωση θνησιμότητας έως 24% σε άνδρες και 33% σε γυναίκες.
Η LDCT παρέχει απεικονιστικές πληροφορίες υψηλής ευαισθησίας με περιορισμένη ακτινοβολική έκθεση (~1.5 mSv έναντι 7-8 mSv της συμβατικής CT), καθιστώντας την ασφαλή για ετήσια επανάληψη. Παρά ταύτα, απαιτείται ενδελεχής αξιολόγηση για τον περιορισμό ψευδώς θετικών ευρημάτων και την αποφυγή υπερδιάγνωσης.
Η συστηματική εφαρμογή της LDCT σε εθνικά προγράμματα πρόληψης μπορεί να μεταβάλει καθοριστικά την επιδημιολογική εικόνα της νόσου. Ωστόσο, η επιτυχής ενσωμάτωσή της προϋποθέτει καθορισμένα πρωτόκολλα παρακολούθησης, εξειδικευμένα κέντρα αναφοράς και επαγρύπνηση ως προς το ψυχολογικό και κοινωνικό κόστος του screening.
Γράφει η κα Χατζηανδρέου Θεοδώρα Πνευμονολόγος, Συνεργάτης της Κλινική Κυανούς Σταυρός