Κάταγμα ονομάζεται η πλήρης ή μερική λύση της συνέχειας ενός οστού. Το οστό μπορεί να υποστεί ένα απλό ράγισμα (ρωγμώδες κάταγμα), ένα πλήρες κάταγμα με παρεκτόπιση των οστικών τμημάτων, αλλά χωρίς συντριβή, ή ένα πλήρες κάταγμα με παρεκτόπιση και συντριβή των τμημάτων του.
Το οστό είναι ζωντανός ιστός, με πλούσια αιμάτωση και μεταβολική δραστηριότητα. Παρότι φαινομενικά είναι άκαμπτο, διαθέτει ελαστικότητα, με την οποία απορροφά κραδασμούς και αντιστέκεται σε δυνάμεις κάμψης.
Το κάταγμα οστού χωρίζεται σε τύπους:
- Σταθερό κάταγμα: Τα σπασμένα άκρα του οστού παραμένουν στη θέση τους (ή με ελάχιστη παρεκτόπιση). Το κάταγμα αυτό συνήθως δεν κινδυνεύει να παρεκτοπιστεί περαιτέρω.
- Παρεκτοπισμένο κάταγμα: Τα σπασμένα άκρα του οστού έχουν σημαντική παρεκτόπιση, η οποία χρειάζεται κάποιας μορφής ανάταξη (με κλειστές ή με ανοικτές χειρουργικές τεχνικές).
- Συντριπτικό κάταγμα: Τα σπασμένα άκρα του οστού εμφανίζουν μικρότερα πολλαπλά θραύσματα, τα οποία το καθιστούν ασταθές και δυσχεραίνουν τις κλειστές μορφές ανάταξης.
- Ανοιχτό, σύνθετο κάταγμα: Το δέρμα μπορεί να τρυπηθεί εκ των έσω από τα οστά ή εκ των έξω από τη βία που προκαλεί το κάταγμα. Ανάλογα με το μέγεθος της βλάβης του δέρματος και των μαλακών μορίων, το ανοικτό κάταγμα ταξινομείται σε κατηγορίες σύμφωνα με τις οποίες κατευθύνεται η αντιμετώπιση. Το ανοικτό κάταγμα είναι από τις επείγουσες καταστάσεις της Ορθοπαιδικής Τραυματολογίας.
Ποια αίτια μπορεί να προκαλέσουν κάταγμα οστού;
- Τραύμα: Μια πτώση, ένα τροχαίο ατύχημα, ή κάκωση κατά τη διάρκεια αθλητικών δραστηριοτήτων μπορεί να οδηγήσει σε κάταγμα.
- Οστεοπόρωση: Αυτή η σιωπηλή μεταβολική πάθηση αποδυναμώνει τα οστά και τα καθιστά πιο ευάλωτα στο να σπάσουν.
- Υπέρχρηση/καταπόνηση: Η επαναλαμβανόμενη κίνηση και καταπόνηση μπορεί να κουράσει τους μύες και να ασκήσει μεγαλύτερη δύναμη στα οστά. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση καταγμάτων κοπώσεως. Τα κατάγματα κοπώσεως είναι πιο συνηθισμένα στους αθλητές.
- Μεταβολικά νοσήματα: ραχίτιδα, αβιταμίνωση D.
- Γενετικά νοσήματα που επηρεάζουν την ανάπτυξη του οστού, όπως η ατελής οστεογένεση.
Ποια είναι τα συμπτώματα από το κάταγμα οστού;
Συνήθως όταν συμβεί ένα κάταγμα, η τραυματισμένη περιοχή πονάει πολύ. Το τραυματισμένο άκρο (χέρι, πόδι) πρήζεται και είναι δύσκολο να μετακινηθεί. Ειδικά στο κάτω άκρο, υπάρχει δυσκολία ή αδυναμία στη βάδιση. Άλλα συχνά συμπτώματα είναι:
- Οίδημα (πρήξιμο) στο σημείο του κατάγματος
- Εκχύμωση (μελανιά) στη γύρω περιοχή. Αυτό το σημάδι μπορεί να χρειαστεί μερικές ώρες για να εμφανιστεί.
- Παραμόρφωση. Ένα άκρο μπορεί να φαίνεται “περίεργα” λυγισμένο, ή ένα μέρος του οστού μπορεί να διατρυπήσει το δέρμα και να προβάλει προς τα έξω.
- Ήπια συμπτώματα. Υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες ένα κάταγμα μπορεί να είναι «σιωπηλό», χωρίς πολλά συμπτώματα. Μπορεί να συμβεί ένα σπονδυλικό κάταγμα σε ασθενή με οστεοπόρωση, χωρίς άσκηση μεγάλης βίας. Επίσης, μπορεί ένα ρωγμώδες κάταγμα στον καρπό ή στην ποδοκνημική, να δώσει αρχικά την εντύπωση ενός απλού διαστρέμματος ή μιας θλάσης. Η προσεκτική κλινική εξέταση από τον ιατρό και η εμπειρία του θα αποκαλύψουν τα κατάγματα.
Πώς γίνεται η διάγνωση του κατάγματος οστού;
Ο ιατρός με προσεκτική κλινική εξέταση και εκτίμηση του μηχανισμού κάκωσης, θα θέσει την υποψία του κατάγματος (ενός ή περισσοτέρων) και θα εκτιμήσει και τη σοβαρότητα του τραυματισμού. Η διάγνωση για το αν κάτι είναι σπασμένο επιβεβαιώνεται με κατάλληλο απεικονιστικό έλεγχο. Αυτός περιλαμβάνει απλές ακτινογραφίες, αξονική τομογραφία με ανασυνθέσεις εικόνων και 3D και, σε ειδικές περιπτώσεις, διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας.
Ποια είναι η αντιμετώπιση για το κάταγμα οστού;
- Κλειστή ανάταξη. Σε ορισμένα κατάγματα ενδείκνυται η διενέργεια κλειστών χειρισμών, που θα οδηγήσουν στην ανάταξη του οστού. Αυτό σημαίνει τοποθέτηση του οστού στην ανατομική του θέση, χωρίς τη χρήση χειρουργικής επέμβασης.
- Ακινητοποίηση. Ακολουθεί εφαρμογή νάρθηκα ακινητοποίησης (του γνωστού μας «γύψου»). Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, μπορεί ο γύψος να αντικατασταθεί με λειτουργικούς νάρθηκες, που επιτρέπουν γρηγορότερη, αλλά ασφαλή, κινητοποίηση του σκέλους. Αναλόγως του κατάγματος και της εντόπισής του, ο γύψος ή ο νάρθηκας διατηρούνται από 4 έως 12 εβδομάδες.
- Εφαρμογή έλξης. Είναι ουσιαστικά παλαιότερη μέθοδος, που τείνει να εγκαταλειφθεί. Ακόμα και σήμερα, όμως έχει σημεία εφαρμογής, όπως για παράδειγμα σε μικρά παιδιά και πολύ πιο σπάνια σε ενήλικες.
- Εξωτερική σταθεροποίηση (οστεοσύνθεση). Με τη μέθοδο αυτή το κάταγμα ανατάσσεται στο χειρουργείο και σταθεροποιείται στη θέση του με μια εξωτερική συσκευή. Η μέθοδος αυτή μπορεί να είναι προσωρινή (damage control σε πολυτραυματία, αλλαγή σε εσωτερική οστεοσύνθεση αργότερα), ή μόνιμη, έως ότου πωρωθεί (κολλήσει) το κάταγμα.
- Ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση. Με τη χειρουργική αυτή μέθοδο, τα οστικά τμήματα επανατοποθετούνται (ανατάσσονται) στην ανατομική τους θέση στη συνέχεια συγκρατούνται μαζί με ειδικές πλάκες και βίδες που τοποθετούνται πάνω στο οστό.
- Κλειστή ανάταξη και ενδομυελική ήλωση. Σε ορισμένους τύπους καταγμάτων, ενδείκνυται η κλειστή ανάταξη με κατάλληλους χειρισμούς και η σταθεροποίηση (οστεοσύνθεση) του κατάγματος μεενδομυελικούς ήλους, δηλαδή ράβδους που τοποθετούνται στο μυελό του οστού. Η μέθοδος αυτή παρέχει εξαιρετικά αποτελέσματα, εάν εφαρμοσθεί σωστά, διότι δε διαταράσσει τους βιολογικούς παράγοντες που προάγουν την πώρωση (επούλωση) του κατάγματος.
Η πώρωση (επούλωση) ενός κατάγματος αποτελεί την πιο εξελιγμένη μορφή επουλωτικής διεργασίας στον οργανισμό, γιατί αποκαθιστά τη λύση της συνέχειας ενός οστού με οστικό ιστό που ομοιάζει με τον φυσιολογικό και όχι με ιστό κατώτερης ποιότητας όπως είναι η ουλή σε τραύματα δέρματος ή άλλων οργάνων. Επηρεάζεται από τοπικούς και γενικούς παράγοντες.
Στους τοπικούς περιλαμβάνονται: α) η εντόπιση του κατάγματος – η πώρωση γίνεται ταχύτερα σε κατάγματα πλησιέστερα στα άκρα των οστών, β) η μορφή του κατάγματος, γ) η σύσταση του οστού, δ) η καταστροφή των μαλακών μορίων.
Στους γενικούς περιλαμβάνονται: α) η ηλικία, β) η γενική κατάσταση του οργανισμού και ο τρόπος ζωής, γ) οι παθήσεις των ενδοκρινών αδένων.
Αποκατάσταση κατάγματος
Τα κατάγματα χρειάζονται αρκετές εβδομάδες έως αρκετούς μήνες για να θεραπευτούν, ανάλογα με την έκταση του τραυματισμού και το πόσο σωστά εφαρμόζεται η θεραπεία. Ο πόνος συνήθως σταματά πολύ γρήγορα, προτού το κάταγμα πωρωθεί. Ο συχνός ακτινολογικός έλεγχος, σύμφωνα με τις οδηγίες του ιατρού, θα κατευθύνουν τη σταδιακή επιστροφή στις δραστηριότητες. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας είναι λογικό να ατροφήσουν οι μυες στην τραυματισμένη περιοχή, καθώς και να συμβεί κάποιου βαθμού δυσκαμψία (αγκύλωση) σε γειτονικές αρθρώσεις. Συγκεκριμένες ασκήσεις θα βοηθήσουν στην ανάκτηση της μυϊκής ισχύος και φυσιολογικής κίνησης της άρθρωσης.
Ποιες μπορεί να είναι οι επιπλοκές;
Είναι πολύ σημαντική η ορθή διάγνωση και η εφαρμογή της ενδεικνυόμενης μεθόδου για την αποφυγή επιπλοκών. Οι συχνότερες επιπλοκές που μπορεί να συμβούν είναι:
- Ψευδάρθρωση κατάγματος (να μην κολλήσει το κάταγμα)
- Πώρωση σε πλημμελή θέση (όταν το οστό κολλήσει στραβά), με συνέπεια βράχυνση του οστού, γωνίωση, ή και στροφική παραμόρφωση,
- Λοίμωξη (επιπλοκή χειρουργικής επέμβασης ή ανοικτού κατάγματος),
- Δυσκαμψία γειτονικών αρθρώσεων.
Τα κατάγματα δεν πρέπει να θεωρούνται μεμονωμένα γεγονότα που αφορούν αποκλειστικά τα οστά. Η βία προκαλεί συγχρόνως κακώσεις διαφόρου βαθμού στα μαλακά μόρια που περιβάλλουν το κάταγμα (μύες, σύνδεσμοι, αγγεία, νεύρα), έστω κι αν δεν υπάρχει τραύμα εξωτερικά. Από την έκταση των κακώσεων αυτών εξαρτάται σημαντικά ο τρόπος αντιμετώπισης του κατάγματος, αλλά και η πρόγνωση αναφορικά με την επιτυχία της θεραπείας που θα εφαρμοσθεί. Η αντιμετώπισή τους πρέπει να είναι άμεση. Τα ηλικιωμένα, κυρίως, άτομα ποτέ δεν βρίσκονται σε καλύτερη γενική κατάσταση από εκείνη της ημέρας αμέσως μετά τον τραυματισμό τους. Τα περισσότερα, μάλιστα, λόγω των προϋπαρχόντων παθολογικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν, επιδεινώνονται μετά το κάταγμα και την κατάκλιση και είναι δυνατόν να καταστούν ανεγχείρητα.
* του Ιωάννη Χύτα, ορθοπαιδικού ιατρού και συνεργάτη της κλινικής Euromedica Κυανούς Σταυρός