Ο θυρεοειδής είναι ένας μικρός αδένας σε σχήμα πεταλούδας που βρίσκεται στο μπροστινό μέρος του λαιμού, μπροστά από τον «μήλο του Αδάμ». Αυτός ο αδένας παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στον έλεγχο του μεταβολισμού του σώματος. Είναι το σημείο παραγωγής των ορμονών Τ3 και Τ4, ουσίες που μέσω της κυκλοφορίας του αίματος φτάνουν σε κάθε μέρος του οργανισμού μας (παράγονται από τα θυλακιώδη κύτταρα) και η καλσιτονίνη (από τα C ή παραθυλακιώδη κύτταρα).

Για την παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών είναι απαραίτητο το ιώδιο, μια ουσία που προσλαμβάνεται από τον οργανισμό μέσω της διατροφής και της οποίας η ημερήσια πρόσληψη εκτιμάται περίπου στα 200 μικρογραμμάρια.
Οι θυρεοειδικές ορμόνες ασκούν ευρέως διαδεδομένα αποτελέσματα χάρη στην αλληλεπίδρασή τους με ειδικές υποδοχικές δομές που βρίσκονται σε το σωμα μας, και η παραγωγή τους ρυθμίζεται από έναν μηχανισμό ελέγχου ανάδρασης (feedback) με το υποθαλαμο-υποφυσιακό σύστημα.
Αυτές οι ορμόνες είναι υπεύθυνες για τη ρύθμιση του κυτταρικού μεταβολισμού και για τον έλεγχο ζωτικών λειτουργιών όπως η αναπνοή, οι καρδιακοί παλμοί, η θερμοκρασία του σώματος, η ανάπτυξη του κεντρικού νευρικού συστήματος, η σωματική ανάπτυξη καθώς και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, για την ομαλή εξέλιξή της και τη σωστή ανάπτυξη του εμβρύου.
Οι παραθυρεοειδείς αδένες, μικροί αδένες, συνήθως τέσσερις, που βρίσκονται στην οπίσθια επιφάνεια του θυρεοειδούς, στους άνω και κάτω πόλους, παράγουν την παραθορμόνη (PTH), τον κύριο ρυθμιστή του μεταβολισμού των οστών, εκ των οποίων η παθολογία του κύριου ενδιαφέροντος είναι η οστεοπόρωση.
Ο θυρεοειδής μπορεί να παράγει υπερβολική ποσότητα ορμονών (υπερθυρεοειδισμός), αναγκάζοντας τον οργανισμό να παράγει ενέργεια πιο γρήγορα από το απαραίτητο, ή αντιθέτως να παράγει μικρότερη ποσότητα (υποθυρεοειδισμός), με αποτέλεσμα τη μειωμένη κατανάλωση ενέργειας.
Ο αδένας μπορεί επίσης να αναπτύξει φλεγμονή (θυρεοειδίτιδα, η πιο γνωστή και συχνή η θυρεοειδίτιδα Hashimoto, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις οδηγεί σε μια κατάσταση υποθυρεοειδισμού), να αυξηθεί σε όγκο (βρογχοκήλη) ή να εμφανίσει μια προεξοχή (όγκο / οζίδιο, που απαιτούν συνεχή παρακολούθηση με την πάροδο του χρόνου, με στόχο την αποφυγή ενδεχόμενων μορφολογικών μεταβολών που συχνά υποκρύπτουν μια νεοπλασματική εξέλιξη).
ΠΟΙΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΤΙΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ; ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΝΑ ΕΛΕΓΧΟΥΜΕ ΤΟΝ ΘΥΡΕΟΕΙΔΗ ΜΑΣ;
Περίπου το 10% των ενηλίκων, με μεγαλύτερη συχνότητα στο γυναικείο φύλο, πάσχει από κάποια πάθηση του θυρεοειδούς, και τα ποσοστά αυτά βρίσκονται σε συνεχή άνοδο. Οι παθήσεις του θυρεοειδούς καταλαμβάνουν τη δεύτερη θέση μεταξύ των ενδοκρινικών νοσημάτων, μετά τον διαβήτη. Ο γιατρός που ασχολείται με τους αδένες και τις ορμόνες είναι ο Ενδοκρινολόγος. Σε περίπτωση ενδοκρινικής παθολογίας, η επικοινωνία με τον εν λόγω ειδικό είναι εξαιρετικά σημαντική όχι μόνο για τον εντοπισμό της ίδιας της παθολογίας του θυρεοειδούς, αλλά κυρίως για την αξιολόγηση τυχόν παρεμβολών-επιπλοκών με άλλα ενδοκρινικά και μεταβολικά αδενικά συστήματα, που απαντώνται συχνά σε περιπτώσεις παθολογίας του θυρεοειδούς και του παραθυρεοειδούς. Επιπλέον, ο Ενδοκρινολόγος είναι σε θέση να συσχετίσει τις εικόνες που λαμβάνονται με το υπερηχογράφημα με την παρουσία, την πιθανότητα εμφάνισης και τη βαρύτητα της παθολογίας του θυρεοειδούς που εξετάζεται.
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΙΟ ΣΥΧΝΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΠΟΥ ΥΠΟΔΗΛΩΝΟΥΝ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ ΑΔΕΝΑ;
Τα σημεία και τα κλινικά συμπτώματα ποικίλλουν ανάλογα με τον βαθμό της ορμονικής δυσλειτουργίας και την ταχύτητα με την οποία αυτή αναπτύσσεται.
Ο υποθυρεοειδισμός είναι λιγότερος εμφανής και καλύτερα ανεκτός όταν αναπτύσσεται σταδιακά (συχνά περνώντας από το στάδιο του υποκλινικού υποθυρεοειδισμού). Οι κλινικές εκδηλώσεις του υποθυρεοειδισμού ειναι: μια γενικευμένη επιβράδυνση των μεταβολικών διεργασιών, που εκδηλώνεται με συμπτώματα όπως κόπωση και εύκολη εξάντληση, υπνηλία, δυσανεξία στο κρύο, δυσκοιλιότητα, αύξηση βάρους, βραδυκαρδία, δυσκολία στη συγκέντρωση, κατάθλιψη, διαταραχές του εμμηνορροϊκού κύκλου και της γονιμότητας, καθώς και συσσώρευση γλυκοζαμινογλυκανών στον διάμεσο ιστό των περισσότερων ιστών (μυξοίδημα), που εκδηλώνεται με ξηροδερμία, πρήξιμο του προσώπου, μακρογλωσσία και βραχνή φωνή. Τα συμπτώματα του υπερθυρεοειδισμού οφείλονται στην επιτάχυνση του μεταβολισμού και χαρακτηρίζονται από νευρικότητα, ανησυχία, αϋπνία, εύκολη κόπωση, τρόμο των άκρων, ταχυκαρδία, εφίδρωση, απώλεια βάρους παρά την αυξημένη πρόσληψη τροφής, συχνές κενώσεις, διαταραχές του εμμηνορροϊκού κύκλου και της γονιμότητας. Επιπλέον, στη νόσο του Graves μπορεί να εμφανιστούν οφθαλμικά συμπτώματα με πρόπτωση των βολβών των ματιών (εξόφθαλμος), που μπορεί να επιδεινωθούν προκαλώντας διαταραχές στην κινητικότητα των οφθαλμών.
Δεν υπάρχει σαφής συσχέτιση ανάμεσα στο μέγεθος του θυρεοειδούς, την παρουσία όζων και τα συμπτώματα που αναφέρει ο ασθενής· οι περισσότεροι ασθενείς με πολυοζώδη βρογχοκήλη είναι ασυμπτωματικοί. Τα συμπτώματα που αναφέρονται σχετίζονται κυρίως με τη συμπίεση των δομών του τραχήλου ή της άνω θωρακικής εισόδου (σε περίπτωση οπισθοστερνικής επέκτασης). Τα συχνότερα είναι αίσθημα πνιγμού και ξηρός βήχας, δυσφαγία κυρίως για τα υγρά, δυσκολία στον ύπνο σε ύπτια θέση, και μόνο σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, λόγω τραχειακής πίεσης, μπορεί να εμφανιστούν δύσπνοια, εισπνευστικός συριγμός και πολύ σπάνια δυσφωνία από παράλυση του παλίνδρομου λαρυγγικού νεύρου (σε αυτή την περίπτωση είναι έντονη η υποψία για κακοήθεια του θυρεοειδούς).
ΠΟΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΤΩ ΕΝΑΝ ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΟ;
Σε περίπτωση εμφάνισης των συμπτωμάτων που αναφέρθηκαν παραπάνω, αλλά θα πρόσθετα, εξαιρετικά σημαντικά δεδομένα, σε περίπτωση οικογενειακού ιστορικού παθολογιών του θυρεοειδούς, καθώς και στην εγκυμοσύνη ή κατά τον προγραμματισμό εγκυμοσύνης, σε περίπτωση εμφάνισης καταγμάτων των οστών λόγω τραύματος χαμηλής ενέργειας, είναι απαραίτητο να γίνει έλεγχος της λειτουργίας του θυρεοειδούς και του παραθυρεοειδούς, ώστε ο ενδοκρινολόγος να αναγνωρίσει την τρέχουσα παθολογία του θυρεοειδούς/παραθυρεοειδούς το συντομότερο δυνατό και να καθοδηγήσει τον ασθενή προς μια εξατομικευμένη θεραπεία και παρακολούθηση.
Γράφει η Κα Ρίτα Μπεραντέλλι, Ενδοκρινολόγος