Η πανδημία, που δοκιμάζει τις αντοχές και τις αντιδράσεις της κοινωνίας μας σε τοπική και σε παγκόσμια κλίμακα, έχει φέρει στο προσκήνιο διλήμματα και προβληματισμούς. Σε πολλές περιπτώσεις είδαμε να αποκαλύπτονται και να δημοσιοποιούνται διαφορετικές απόψεις και πεποιθήσεις σχετικά με θέματα υγείας σε συνολικό και σε ατομικό επίπεδο. Μέσα από την ακραία υγειονομική κρίση που προκλήθηκε ανέκυψαν με βιωματικό, ωμό ίσως, τρόπο ζητήματα διαχρονικά σημαντικά που αφορούν την πρόσβαση σε εντατική θεραπεία (ηλικιακά όρια, είδος διάγνωσης, ηθικά διλήμματα, γεωγραφικές ιδιαιτερότητες, εκδήλωση προσωπικής επιλογής κτλ), τον δημόσιο και ιδιωτικό χαρακτήρα και καταμερισμό των παροχών υγείας, τον κορεσμό και τον προγραμματισμό των υγειονομικών δομών, τη διαθεσιμότητα και την επάρκεια των προτεινόμενων θεραπειών.
Με μια μεγάλη οριζόντια τομή που διαπερνά ίσως όλα τα παραπάνω και πολλά ακόμη, προκύπτει η διαμάχη στην δυνατότητα και το δικαίωμα του ατόμου να μπορεί να επιλέγει τις θεραπείες τις οποίες αποδέχεται και θέλει να συμμετέχει. Η διαδικασία του εμβολιασμού αποτελεί μια περίπτωση που εμπεριέχει άμεσα ή έμμεσα τα περισσότερα από αυτά τα θέματα και όχι άδικα κυριαρχεί αυτή την περίοδο στη δημόσια συζήτηση.
Ο εμβολιασμός, σαν σύλληψη και υλοποίηση, αποτελεί ήδη ένα επίτευγμα της ανθρώπινης διανόησης, ένα σύμβολο της υπεροχής του είδους μας στον αγώνα για επιβίωση. Ξεκινώντας πιθανώς από τον 16ο αιώνα στην Κίνα και επίσημα από τα τέλη του 18ου στον δυτικό πολιτισμό, ο εμβολιασμός βασίστηκε στην συστηματική παρατήρηση φαινομένων, στην πειραματική εφαρμογή συγκεκριμένων μεθοδολογιών και έλεγχο των αποτελεσμάτων και στους επόμενους αιώνες στην διάδοση της χρήσης του σε όλο και περισσότερες ασθένειες.
Μέσα από την πρόοδο της ιατρικής έρευνας και με την ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής κατά τον 20 αιώνα, κατανοήθηκε καλύτερα η λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και έγινε δυνατή η παρασκευή και η χορήγηση εμβολίων σε μαζικές ποσότητες ώστε ο εμβολιασμός να επιτύχει κάτι αδιανόητο μέχρι τότε για την ιατρική επιστήμη: την εξάλειψη ή τη δραματική ελάττωση στην επίπτωση συγκεκριμένων ασθενειών.
Η αρχή της λειτουργίας του εμβολιασμού βασίζεται στην ελεγχόμενη έκθεση του ατόμου που εμβολιάζεται σε ένα αδρανοποιημένο στοιχείο ενός παθογόνου παράγοντα, ώστε το ανοσοποιητικό σύστημα να το αναγνωρίσει ως εχθρό και να ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς άμυνας που διαθέτει, ώστε σε ενδεχόμενη πραγματική μόλυνση με το ενεργό παθογόνο να παρουσιάσει άμεση και αποτελεσματική απάντηση, γνωστή και ως ανοσία.
Μέσα από τους μαζικούς εμβολιασμούς αναδύθηκε το φαινόμενο της, διάσημης και περιβόητης στον καιρό του κορονοϊού, ανοσίας της αγέλης. Η ανοσία της αγέλης επιτυγχάνεται όταν ένα κρίσιμο ποσοστό ενός συνόλου αποκτά ανοσία, είτε φυσική μέσω νόσησης, είτε προκλητή μέσω εμβολιασμού, οπότε ο παθογόνος παράγοντας περιορίζεται σημαντικά ή και εξαλείφεται, καθώς ελαχιστοποιείται η πιθανότητα να μεταδοθεί σε νέα άτομα. Πέρα από την επιδιωκόμενη εξάλειψη μιας ασθένειας, το νόημα και το όφελος από την επίτευξη ανοσίας αγέλης μέσα από το μαζικό εμβολιασμό είναι ότι το σύνολο (αγέλη) προστατεύει τα επιμέρους στοιχεία του (άτομα), ακόμα και αν αυτά για διάφορους λόγους εμφανίζουν ανοσοανεπάρκεια, δεν είναι δηλαδή σε θέση να αναπτύξουν ανοσία είτε νοσήσουν είτε εμβολιαστούν.
Η χρησιμότητα των εμβολίων και η συνεισφορά του εμβολιασμού στην βελτίωση της υγείας και της ποιότητας ζωής των ανθρώπων είναι γεγονότα με σωρεία δεδομένων ικανών να καταρρίψουν κάθε συνομοσιολογική ή ακόμα και σοβαρή απόπειρα αμφισβήτησης. Ωστόσο, άλλο τόσο ορθή και σεβαστή είναι η ελεύθερη προσωπική απόφαση και βούληση του κάθε ατόμου να αποδεχτεί ή να αρνηθεί την οποιαδήποτε θεραπεία.
Οι απόψεις μας, ιδίως για θέματα υγείας, δεν θα πρέπει να καθορίζονται μόνο από την επικαιρότητα και από εύκολα, γρήγορα συμπεράσματα. Είναι πράγματι πολλοί οι σκεπτικοί ενάντιοι στη χορήγηση εμβολίων για τον κορονοϊό, υποστηρίζοντας ότι δεν έχει επαρκώς αξιολογηθεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά τους, και κάποιοι κατηγορούν τις φαρμακευτικές εταιρίες για πλουτισμό και ανήθικες πρακτικές. Από την άλλη πλευρά όμως, γραφειοκρατικές διαδικασίες, διακρατικές αντιπαλότητες και έλλειψη ευελιξίας από τις ελεγκτικές αρχές θα καθιστούσαν τα εμβόλια διαθέσιμα στην ανθρωπότητα απελπιστικά αργά.
Πέρα από τις ακραίες θέσεις, οι πραγματικές συνθήκες επέβαλαν μια πρωτοφανή, άμεση και καθολική ενεργοποίηση της παγκόσμιας ερευνητικής κοινότητας και των φαρμακευτικών εταιριών ώστε να παραχθούν εγκαίρως και σε επαρκείς ποσότητες νέα, κατά το δυνατόν ασφαλή και αποτελεσματικά εμβόλια. Τα φάρμακα αυτά δεν θα μπορούσαν παρά να εξελιχθούν και να παραχθούν από τις φαρμακευτικές βιομηχανίες, οι οποίες άλλωστε ευθύνονται για την παραγωγή αμέτρητων άλλων κοινά χρησιμοποιούμενων φαρμάκων.
Η οικονομική και τεχνολογική αυτή επένδυση δεν έχει χαρακτηριστικά φούσκας, η πληροφορία και η τεχνογνωσία που δημιουργήθηκε από όλη αυτή την κινητοποίηση θα χρησιμοποιηθεί για την προώθηση των ερευνών και σε πολλούς άλλους ιατρικούς τομείς. Στο μέλλον είναι πιθανό να διευρυνθεί η χρήση των εμβολίων, εκτός από μολυσματικές νόσους, σε άλλες κατηγορίες νοσημάτων. Ας μην είμαστε λοιπόν δογματικοί σε θέματα υγείας, ας μην απορρίπτουμε αβασάνιστα τη χρήση εμβολίων, ενός καλά δοκιμασμένου και αποτελεσματικού μέτρου πρόληψης. Ας μην συγκαταλέγεται στα θύματα της πανδημίας ούτε η κοινή λογική αλλά ούτε και η ελεύθερη βούληση.
Χαβούζης Νικόλαος
Πνευμονολόγος – Εντατικολόγος
Διευθυντής ΜΕΘ Euromedica Κυανούς Σταυρός